- χειρωτικός
- -ή, -όν, Α [χειρῶ (II)]1. ικανός στο να υποτάσσει2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειρωτικήη τέχνη τής εξημέρωσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρωτικόν — χειρωτικός apt at conquering masc acc sg χειρωτικός apt at conquering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωτικοῦ — χειρωτικός apt at conquering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωτικῆς — χειρωτικός apt at conquering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωτικήν — χειρωτικός apt at conquering fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)